ξεκάνω — ξεκάνω, ξέκανα βλ. πίν. 164 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεκάνω — ξέκανα και ξέκαμα 1. εκποιώ, πουλώ, ξεπουλώ κάτι: Ξέκαμε νωρίς την πραμάτεια του. 2. δαπανώ, σπαταλώ: Ξέκαμε όλη την περιουσία του στα χαρτιά. 3. μτφ., φονεύω, σκοτώνω, εξοντώνω: Τον ξέκαναν στην ξενιτιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξέκαμα — το [ξεκάνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεκάνω, εκποίηση, ξεπούλημα 2. κατασπατάληση 3. εξόντωση αντιπάλου … Dictionary of Greek
εκκεντώ — ( έω) (AM ἐκκεντῶ) εξορύσσω, βγάζω έξω νεοελλ. με αιχμηρό όργανο τρυπώ το δέρμα ώσπου να αιμορραγήσει αρχ. 1. διατρυπώ, διαπερνώ 2. σφάζω, μαχαιρώνω 3. σκοτώνω, ξεκάνω 4. τσιμπώ … Dictionary of Greek
εκφέρω — (AM ἐκφέρω) 1. φέρνω έξω, εξάγω, βγάζω έξω, απομακρύνω 2. (για φωνή, γνώμη, κρίση κ.λπ.) ξεστομίζω, διατυπώνω 3. κηδεύω («εκφέρω νεκρό») νεοελλ. γραμμ. παθ. εκφέρομαι συντάσσομαι («η πρόθεση ἐν εκφέρεται με δοτική») μσν. 1. απαγγέλλω, εκδίδω… … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
καθαρίζω — (AM καθαρίζω) [καθαρός] 1. κάνω κάτι καθαρό, απαλλάσσω κάτι από τον ρύπο, από τη βρομιά, παστρεύω, σκουπίζω («καθαρίζω το σπίτι») 2. απαλλάσσω έναν τόπο από ξένον ή παρείσακτο 3. εξαγνίζω («και ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καθάρισον καρδίαν», ΠΔ) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
καταπαλαίω — (AM) 1. καταβάλλω, κατατροπώνω, νικώ κάποιον σε πάλη 2. μτφ. επιβάλλομαι σε κάποιον, υπερνικώ κάποιον ή κάτι, αντικρούω («οἱ λόγοι καταπαλαίουσιν λόγους», Ευρ.) 3. ξεπουλώ κάτι, τό «ξεκάνω», τό διασκορπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + παλαίω… … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek